al trenzado - ορισμός. Τι είναι το al trenzado
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι al trenzado - ορισμός

Trenzas; Trenzado; Cornrow

al trenzado      
loc. adv.
Sin cuidado.
trenza         
trenza (de "trena", trenza, y el antig. "treza", trenza)
1 f. *Tejido hecho con tres o más cabos o grupos de fibras o hebras de cualquier clase, pasando sucesiva y alternativamente cada uno de ellos por encima y por debajo de los otros.
2 En particular, la hecha entretejiendo tres o más mechones de pelo para recogerlos en *peinado. Chape, chapeca, cimba, cimpa, coleta, crezneja [o crizneja], huango, rata, simpa, soguilla, trena. Escobilla. Chapecar, tranzar, trenzar. Encrinado [o encrisnejado]. *Ristra. Destrenzar. *Pelo.
3 Bollo recubierto de azúcar, con forma de trenza.
trenza         
Sinónimos
sustantivo
2) ristra: ristra, enrame, trama

Βικιπαίδεια

Trenza

Una trenza es un tipo de estructura o patrón que se caracteriza por entrecruzar dos o más tiras de algún material fácilmente manipulable o flexible como alambre, material textil o cabello. Su significado es más relacionado con la aplicación de estos patrones al cabello humano, convirtiéndolas también en un tipo de peinado.[1]

Τι είναι al trenzado - ορισμός